κυτταρινικός

κυτταρινικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρίνη, ή αυτός που την περιέχει: Ζήτησαν κυτταρινικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυτταρινικός — ή, ό αυτός που έχει τη φύση τής κυτταρίνης ή αυτός που περιέχει κυτταρίνη («κυτταρινικά βερνίκια» προϊόντα από νιτρική ή οξική κυτταρίνη, διαλυμένη σε έναν πτητικό διαλύτη, και από κατάλληλες ρητίνες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”